Στην ψυχοθεραπευτική πρακτική που ασκώ, στην μη κατευθυντική σωματική ψυχοθεραπεία η ανάγνωση και η αποδοχή της επιθυμίας σε ψυχοσωματικό επίπεδο είναι κεντρικός άξονας.
Στην ψυχοθεραπευτική διαδρομή που κάνουν οι άνθρωποι πολύ συχνά ερωτώνται για το τι επιθυμούν. Μέσα από αυτή την ερώτηση λοιπόν ξεπηδούν ενδιαφέρονται προς συζήτηση και μελέτη θέματα, κάποια από αυτά θα ήθελα να αναφέρω εδώ τώρα.
Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο είναι μία συμπεριφορά που εμφανίζουν συχνά οι άνθρωποι. Αναφέρουν σαν «θέλω» τους μία σειρά από ανειλημμένες υποχρεώσεις ή συνήθειες. Πράγματα που κάνουν χρόνια και τα οποία είτε δεν μπορούν να αποφύγουν είτε δεν έχουν αναρωτηθεί ποτέ γιατί συνεχίζουν και τα κάνουν. Όλα αυτά όμως τα ονομάζουν «θέλω». «θέλω να μαγειρέψω και να βγάλω βόλτα το σκύλο μου»,«θέλω να πάω στο σούπερ μάρκετ και να στείλω κάποια μηνύματα» είναι μερικά απλά παραδείγματα που ακούμε όλοι πολύ συχνά και λέμε επίσης. Στα περισσότερα από αυτά η αλήθεια είναι ότι πρέπει να τα κάνω. Συχνά οι άνθρωποι βαφτίζουν τους εξωτερικούς καταναγκασμούς τους σαν «θέλω» και έτσι εξασφαλίζουν μία επίφαση ελευθερίας, ησυχάζουν και έχουν την ψευδαίσθηση της επιλογής. Κάθε φορά που ο εγκέφαλος μας ακούει τη λέξη «θέλω» γίνεται πιο συνεργάσιμος και τροφοδοτεί με μία δόση ικανοποίησης τον οργανισμό έστω και μηδαμινή. Αυτή η πολύ μικρή δόση ικανοποίησης οδηγεί τους ανθρώπους να δέχονται τους εξωτερικούς καταναγκασμούς αδιαμαρτύρητα.
Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο που εμφανίζεται είναι το γεγονός ότι η λέξη «θέλω» παραπέμπει αυτόματα την πλειονότητα των ανθρώπων σε μία δραστηριότητα. Όταν δουλεύω το ζήτημα των επιθυμιών και ρωτάω τους ανθρώπους «τι επιθυμείς;» σχεδόν πάντα οι άνθρωποι ψάχνουν τι είναι αυτό που θέλουν να κάνουν. Το κάνω όμως εξισώνεται με δραστηριότητα σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον. Περνάει πολύς καιρός στη ψυχοθεραπεία για να αντιληφθούν οι άνθρωποι ότι το «δρω» σε ψυχολογικό επίπεδο δεν σημαίνει έχω μία σειρά από εξωτερικές δραστηριότητες μόνο. Δράση στον ψυχικό μας κόσμο είναι οτιδήποτε μας δίνει τη δυνατότητα να αισθανθούμε, να νιώσουμε την ύπαρξή μας σε ψυχοσωματική διάσταση. Έτσι λοιπόν και το να σκέφτεται κάποιος, να οραματίζεται, να θυμάται είναι δράσεις , οι οποίες μπορούν εξίσου ήταν να πραγματώνουν μία επιθυμία μας είτε να μας οδηγούν σε μία επιθυμία μας. Επιπρόσθετα οι επιθυμίες μας υπάρχουν και στο επίπεδο του είμαι και όχι μόνο στο επίπεδο του κάνω. Η κοινή αντίληψη ότι κάποιος είναι σε επαφή με τον εαυτό του και τις επιθυμίες του αν έχει ένα γεμάτο πρόγραμμα δραστηριοτήτων πολύ συχνά διαψεύδεται από την ψυχοθεραπευτική πορεία των ανθρώπων.
Δεν έχει δοθεί η ίδια αξία στο να βρίσκεται κάποιος συνειδητά σε μία κατάσταση και να νιώθει τα συναισθήματα του μέσα σε αυτήν, όσο έχει υπερεκτιμηθεί το να κάνει κάποιος συνέχεια κάτι σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, ακόμα και αν δεν είναι παρών σε αυτό το κάτι. Καθώς οι άνθρωποι μαθαίνουν να διαχωρίζουν τέτοιες ποιότητες μέσα τους αξιολογούν διαφορετικά τις δράσεις τους.
Οι επιθυμίες συνδέονται άμεσα με την ύπαρξη μας και γι αυτό η αναγνώριση τους και η δράσεις που στοχεύουν στην πραγματοποίηση τους προκαλούν συναισθήματα ηδονής και πληρότητας, συναισθήματα που δεν προκαλούνται ποτέ από την πραγματοποίηση των «θέλω» με την έννοια που δώσαμε παραπάνω.
Όσο περισσότερο οι άνθρωποι καλλιεργούν τον εαυτό τους πάνω σε αυτό το ζήτημα τόσο πιο βαθιά κατανοούν την μεγάλη σημασία του διαχωρισμού ανάμεσα στο θέλω και το επιθυμώ.